κουδουνάω
Смотреть что такое "κουδουνάω" в других словарях:
κουδουνίζω — και κουδουνάω (Μ κουδουνίζω) [κουδούνι] 1. χτυπώ το κουδούνι («κουδουνίζω μια ώρα και δεν μού ανοίγουν») 2. αναδίδω μεταλλικό ήχο σαν τού κουδουνιού («όλο το πρωί κουδούνιζε το ξυπνητήρι, αλλά δεν μπορούσα να ξυπνήσω») 3. διαδίδω μυστικό 4. φρ.… … Dictionary of Greek
κουδουνίζω — και κουδουνάω 1. χτυπώ το κρυδούνι: Πέντε λεπτά κουδουνίζει ο επιστάτης για να μπουν οι μαθητές στις τάξεις. 2. βγάζω ήχο μεταλλικό σαν του κουδουνιού. 3. διαδίδω, διατυμπανίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)